- εξωνητικός
- η , όν1) юр. выкупной; 2) подкупной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξωνητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξώνηση … Dictionary of Greek